- κατασκέπασμα
- κατασκέπ-ασμα, ατος, τό,A covering, Al.Ex.26.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατασκέπασμα — κατασκέπασμα, τὸ (Α) [κατασκεπάζω] σκέπασμα, κάλυμμα … Dictionary of Greek